Home > Term: μετατροπέας
μετατροπέας
Μία συσκευή που μετατρέπει μία μορφή ενέργειας σε άλλη (π.χ. μηχανική σε ηλεκτρική). Όταν ένας μετατροπέας ενεργοποιείται από σήματα από ένα σύστημα ή μέσο, μπορεί να παρέχει ένα σχετικό σήμα στο άλλο σύστημα ή μέσο. Ένας μετατροπέας μπορεί να είναι αισθητήρας που μετατρέπει μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική. Ένας μετατροπέας μπορεί να είναι ένας ενεργοποιητής που μετατρέπει ηλεκτρική ενέργεια σε μηχανική.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)