Home > Term: συγκοπή
συγκοπή
Ενα μικρό διάστημα απώλειας των αισθήσεων λόγω ανεπερκούς αιμάτωσης του εγκεφάλου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical devices
- Category: Cardiac supplies
- Company: Boston Scientific
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback