Σε γενικές γραμμές: οικονομικός όρος για μια συνδυασμένη ή ταυτόχρονη αγορά και πώληση.
(1) Swaps κεντρικών τραπεζών: οι συναλλαγές που εκτελούνται συχνά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών για να αντιμετωπιστούν διεθνείς κρίσεις ρευστότητας .
(2) Ανταλλαγές κεφαλαιαγοράς (Capital-market swaps): συμφωνίες όπου τα δύο μέρη δεσμεύονται να ανταλλάξουν πληρωμές σε καθορισµένο χρονικό διάστημα ή σε καθορισμένες ημερομηνίες και με προϋποθέσεις που καθορίζονται εκ των προτέρων. Η σύμβαση ανταλλαγής μπορεί να αναφέρεται είτε την ανταλλαγή επιτοκίων (interest rate swap) ή την ανταλλαγή πληρωμών τόκων με ονομαστικά ποσά εκφρασμένα σε διαφορετικά νομίσματα (ανταλλαγές συναλλάγματος).
(3) συνώνυμο για ανταλλαγή συναλλάγματος.
(4) συνώνυμο για ανταλλαγή debt-equity.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Banking
- Category: Investment banking
- Company: UBS
Creator
- Aggeliki
- 100% positive feedback
(Berlin, Germany)