Home > Term: αξιόπλοα
αξιόπλοα
Η δυνατότητα ενός σκάφους για την εκτέλεση της αποστολής της στο δυσμενείς θαλάσσης ή καιρικές συνθήκες.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback