Home > Term: σαρωτής
σαρωτής
1)Ένας φωτοηλεκτρικός έλεγχος που περιέχει την πηγή φωτός και τον ανιχνευτή στο ίδιο περίβλημα. 2)Βλ. απομακρυσμένος σαρωτής I/O.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)