Home > Term: κλιμάκωση
κλιμάκωση
Η διαδικασία αλλαγής μιας ποσότητας από έναν συμβολισμό σε άλλον.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)