Home > Term: Ρεπό
Ρεπό
Μια συμφωνία στην οποία ένα κόμμα πωλεί την εγγύηση σε άλλο μέρος και συμφωνεί να το αγοράσει πίσω σε μια καθορισμένη ημερομηνία για μια καθορισμένη τιμή. Συμφωνία των κεντρικών τραπεζών σε βραχυπρόθεσμες ρεπό να προσφέρει ρευστότητα το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αγορά κινητών αξιών από τράπεζες με μετρητά, με την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα επαναγορά τους λίγες εβδομάδες αργότερα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: Economics
- Company: The Economist
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)