Home > Term: ύφεση
ύφεση
1) Αποσύρει πομπή. 2) Οικονομικής ύφεσης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback
1) Αποσύρει πομπή. 2) Οικονομικής ύφεσης.