Home > Term: τυχαίο δείγμα
τυχαίο δείγμα
Υποσύνολο των μονάδων ενός πληθυσμού που είναι έφθασε στην επιλέγοντας μονάδες κάθε δυνατή μονάδας που έχει ένα σταθερό και γνωστό πιθανότητες επιλογής.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)