Home >  Term: συνάρτηση ουσ. (λογισμικό)
συνάρτηση ουσ. (λογισμικό)

Ένα πρόγραμμα ή μέρος ενός προγράμματος· μια συνεκτική σειρά βημάτων που αναλαμβάνει ένα πρόγραμμα (π.χ., μια πράξη μεταφοράς δεδομένων).

0 0

Creator

  • pkatseas
  • (Greece)

  •  (Platinum) 5352 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.