Home > Term: συνάρτηση ουσ. (λογισμικό)
συνάρτηση ουσ. (λογισμικό)
Ένα πρόγραμμα ή μέρος ενός προγράμματος· μια συνεκτική σειρά βημάτων που αναλαμβάνει ένα πρόγραμμα (π.χ., μια πράξη μεταφοράς δεδομένων).
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)