Home > Term: ΚΛΟΠΕΣ
ΚΛΟΠΕΣ
Κλοπή από κατάστημα, κλοπή των χρημάτων ή προϊόν αλλοίωση από εργαζομένους ή πελάτες.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Retail
- Category: Supermarkets
- Company: FMI
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)