Home > Term: πετρέλαιο, ενεργό
πετρέλαιο, ενεργό
Ένα λάδι που περιέχει διαλυμένα αερίου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Creator
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)