Home > Term: μοτέρ
μοτέρ
Μία συσκευή που μετατρέπει ορισμένη μορφή ενέργειας σε μηχανική.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)