Home > Term: Mega (M)
Mega (M)
Ένα πρόθεμα που χρησιμοποιείται με μονάδες μέτρησης για να ορίσει ένα πολλαπλάσιο του 1.000.000.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)