Home > Term: πλοίαρχος
πλοίαρχος
Αρχικό αντίγραφο του κάτι, όπως μια καταγραφή ήχου ή βιντεοκασέτα ή μαγνητοσκοπημένη παραγωγής.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)