Home > Term: τοιχοποιία
τοιχοποιία
Κατοικημένες μονάδα κατασκευής ή συνδυασμό υλικών όπως άργιλο, σχιστόλιθου, σκυρόδεμα, γυαλί, γύψου, παράθεση ή πέτρα που στο ιγδίο.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback