Home > Term: δυσλειτουργία
δυσλειτουργία
Οποιαδήποτε λανθασμένη λειτουργία ηλεκτρονικού, ηλεκτρικού ή μηχανικού εξοπλισμού. Βλ. σφάλμα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)