υπογλώσσιο
Ενα είδος γλωσσικού εξογκώματος ως τελευταίο τμήμα στην βάση της γλώσσας στις λεμφοειδείς μάζες που βρίσκονται εκεί.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biology
- Category: Anatomy
- Company: AAA Co. Ltd.
0
Other terms in this blossary
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback