Home > Term: τομή
τομή
Μια χειρουργική τομή΄ή τραύμα που γίνεται εν όψει εγχείρησης Η τομή γίνεια ουλή μετά την εγχείρησης
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical devices
- Category: Cardiac supplies
- Company: Boston Scientific
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback