Home > Term: μανάβικο
μανάβικο
Ένα κατάστημα λιανικής πώλησης που πωλεί μια ποικιλία προϊόντων διατροφής, καθώς και ορισμένες αλλοιώσιμα είδη και γενική εμπόρευμα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Retail
- Category: Supermarkets
- Company: FMI
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)