Home >                  	Term: εκτυφλωτικό  
εκτυφλωτικό
Οπτική ενόχληση που προκαλείται από υπερβολική φωτεινότητα ονομάζεται εκτυφλωτικό δυσφορία. Εάν η επίδοση εργασιών επηρεάζεται ονομάζεται εκτυφλωτικό αναπηρία. Εκτυφλωτικό μπορεί να είναι εκτυφλωτικό άμεσες ή έμμεσες (με αντικατοπτρισμό) εκτυφλωτικό (βλ. ΣΚΈΨΕΙΣ VEILING και VISUAL ΠΙΘΑΝΌΤΗΤΑ ΆΝΕΣΗ).
- Part of Speech: noun
 - Industry/Domain: Lights & lighting
 - Category: Lighting products
 - Company: GE
 
 			0   			 		
 Creator
- Golgotha
 - 100% positive feedback