Home > Term: ανασκαφή
ανασκαφή
Κάθε τεχνητές κομμένα, κοιλότητα, τάφρου ή κατάθλιψη σε μια επιφάνεια γης, που σχηματίζεται από την αφαίρεση της γης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Fire safety
- Category: Prevention & protection
- Company: NFPA
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback