Home > Term: εκτοδέρματος
εκτοδέρματος
1) Το εξωτερικό τα τρία επίπεδα φύτρο του εμβρύου.
2) Εξόχως απόκεντρη τα τρία επίπεδα φύτρο του εμβρύου (τα άλλα δύο είναι mesoderm και endoderm), εκτοδέρματος προκαλεί επιδερμίδας και νευρικών ιστών.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)