Home > Term: διανομή
διανομή
1. Κατανομή των μιας διαλελυμένης ανάμεσα σε δύο φάσεις. Στο όρος διαμέρισμα ή η εκχύλιση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί υπό την έννοια αυτή ανάλογα με την περίπτωση.
2. Διασποράς της ουσία και τα παράγωγά του σε ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον ή στο σύνολο ενός οργανισμού .
3. Τελικό ή τις τοποθεσίες της ουσίας μέσα σε ένα οργανισμό μετά διασποράς.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)