Home >  Term: διακριτό
διακριτό

1) Το να έχει μια ατομική διακριτή ταυτότητα. 2) Αντίθετο του ενσωματωμένου

0 0

Creator

  • pkatseas
  • (Greece)

  •  (Platinum) 5352 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.