Home > Term: δυσχέρεια
δυσχέρεια
1) Κάτι που εισάγει συνήθως απροσδόκητες δυσχέρειες, προβλήματα ή αλλαγές.
2) A δευτερεύοντα ασθένεια ή η πάθηση που αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός πρωτεύοντος ασθένεια ή η πάθηση και τίθεται είτε ως αποτέλεσμα της, ή από ανεξάρτητο αιτίες.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)