Home > Term: αντιστάθμιση
αντιστάθμιση
Ρύθμιση ή αλλοίωση ενός συστήματος ελέγχου για τη βελτίωση απόδοσης. Ένας αντισταθμιστής μπορεί να είναι μία ηλεκτρική, μηχανική, υδραυλική ή πνευματική συσκευή.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)