Home > Term: ασφάλεια
ασφάλεια
Ενός περιουσιακού στοιχείου που δεσμεύτηκε από το δανειζόμενο που μπορούν να κατασχεθούν από έναν δανειστή για να ανακτήσει η αξία ενός δανείου, αν ο δανειολήπτης αδυνατεί να καλύψει την απαιτούμενη τόκων ή επιστροφές.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: Economics
- Company: The Economist
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)