Home > Term: κλώνος
κλώνος
1. Του πληθυσμού των γενετικώς όμοια κυττάρων ή οργανισμών που έχουν ένα κοινό πρόγονο.
2. Μορίων ανασυνδυασμένου DNA όλα τα μεταφέρουν το ίδιο ένθετης αλληλουχίας.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)