Home > Term: κελάρι
κελάρι
Δωμάτιο, συχνά για την αποθήκευση, ισόγειο ή και εν μέρει υπόγειο. Υπόγειο.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback