Home > Term: cathars
cathars
Δυϊστική αιρετικούς ενεργές κατά τη δωδέκατη και δέκατη τρίτη αιώνες, ως επί το πλείστον στη νότια Γαλλία, η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη catharos, «καθαρό».
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback