Home > Term: παράκαμψη
παράκαμψη
Απόκτηση υπηρεσία από τον προµηθευτή χωρίς αξιοποιώντας τη δυνατότητα του πρώην προμηθευτή.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Creator
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)