Home > Term: βούτυρο
βούτυρο
- Αίθουσα για την υπηρεσία ποτών.
- Αποθήκη για οίνο και άλλα ποτά.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback