Home > Term: burn pit
burn pit
Ενα κομμάτι, συνήθως από χώμα και ρηχό στο βάθος που χρησιμοποιείται για το κάψιμο και την διάθεση αποσταγμάτων πετρελαίου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback