Home > Term: γουρουνότριχα
γουρουνότριχα
1. Μια σύντομη, δυσκαμψία, χοντρό ίνα. 2. Τα μαλλιά από τις στα άκρα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
0
Creator
- IreneK
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)