Home > Term: ικετεύω
ικετεύω
Ένα μέλος μιας αίρεσης δυϊσμό, αιρετική, που προέκυψε στη Βουλγαρία μέσα του δέκατου αιώνα της εξάπλωση πέρα από τη Βουλγαρία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και από εκεί κατά μήκος της Μεσογείου προς τα νότια της Δυτικής Ευρώπης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)