Home > Term: επάλξεις
επάλξεις
- Εσοχή στηθαίο για άμυνα.
- Στενό τοίχο κτισμένο στην εξωτερική περιφέρεια του το τοίχο με τα πόδια για την προστασία των στρατιωτών κατά την επίθεση.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback