Home > Term: ΚΑΓΚΕΛΑ
ΚΑΓΚΕΛΑ
- Ένα κοντό άξονα, όπως χρησιμοποιείται στο κιγκλιδώματα, συνήθως πιο χοντρές στη μέση από ό, τι στις άκρες.
- Α μικρή στήλη υποστήριξη χειρολισθήρα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback