Home > Term: Ashlar
Ashlar
1) Πλατεία κόψεων λιθοδομή με ακόμη και πρόσωπα.
2) Εργάσθηκε πέτρα ή πέτρες σε τακτικά μαθήματα, τοιχοποιία.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: History
- Category: Medieval
- Company: NetSERF.org
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback