Home >  Term: Ashlar
Ashlar

1) Πλατεία κόψεων λιθοδομή με ακόμη και πρόσωπα.

2) Εργάσθηκε πέτρα ή πέτρες σε τακτικά μαθήματα, τοιχοποιία.

0 0

Creator

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.