Home > Term: αντίδοτο
αντίδοτο
Μια επανόρθωση καλύψεως των τοξικών συνεπειών ενός φυτοφαρμάκου (π.χ. θειικό ατροπίνη για carbamate και φωσφορικό δηλητηρίαση).
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Agriculture
- Category: Rice science
- Company: IRRI
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)