Home > Term: στηθάγχη
στηθάγχη
Μια αγάπη της καρδιάς έντονα βασανιστικό χαρακτήρα, τον πόνο των οποίων εκτείνεται κατά καιρούς στον αριστερό ώμο και κάτω από το αριστερό χέρι.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)