Home > Term: αλιγάτορα
αλιγάτορα
Α ν. , Αμερικανικός κροκόδειλος του γλυκού νερού, πολυάριθμες στο Μισισιπή και τις λίμνες και τα ποτάμια της Λουιζιάνα και Καρολίνα; υφίσταται για ψάρια, και αν και δειλή, είναι επικίνδυνη όταν επιτέθηκε; είναι αργή στην στροφή, όμως, και τις επιθέσεις μπορούν εύκολα να υπερπηδηθούν.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)