Home > Term: διάδρομο
διάδρομο
1) Περιοχή μεταξύ ένα περίπτερο/περίπτερο για τη μετακίνηση κυκλοφορίας ακροατήριο. 2) Χώρο μεταξύ των σετ, πίνακες, καρέκλες ή ένα περίπτερο/περίπτερο για να επιτρέψει τη μετάβαση των συμμετεχόντων.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback