Home > Term: troffer
troffer
Μια μονάδα μακρύ, εσοχής φωτισμού, συνήθως εγκαθίστανται σε ένα άνοιγμα του ανώτατου ορίου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Lights & lighting
- Category: Lighting products
- Company: GE
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback