Home > Term: διαστημόπλοιο
διαστημόπλοιο
Όχημα το οποίο έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει στο διάστημα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Astronomy
- Category: Planetary science
- Company: PSRD
0
Creator
- dtsafits
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)